Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookie ώστε να μπορούμε να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες cookie αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησης σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η ανάγνωση σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπο μας και η βοήθεια της ομάδας μας να κατανοήσει ποιες ενότητες του ιστοτόπου θεωρείτε πιο ενδιαφέρουσες και χρήσιμες.
Η αξία της αγοράς ΙοΤ θα διευρυνθεί με διψήφιο ρυθμό το 2020
Μειωμένος έναντι των αρχικών προβλέψεων θα είναι το 2020 ο ρυθμός ανάπτυξης των δαπανών για το Internet of Things σε παγκόσμιο επίπεδο, αν και η αγορά αναμένεται να καταγράψει θετικό πρόσημο
Μειωμένος έναντι των αρχικών προβλέψεων θα είναι το 2020 ο ρυθμός ανάπτυξης των δαπανών για το Internet of Things σε παγκόσμιο επίπεδο, αν και η αγορά αναμένεται να καταγράψει θετικό πρόσημο. Ειδικότερα, η αξία της παγκόσμιας αγοράς ΙοΤ εκτιμάται ότι θα διευρυνθεί κατά 8,2% το 2020, έναντι αρχικής πρόβλεψης (Νοέμβριος 2019) για διεύρυνση των σχετικών δαπανών κατά 14,9%. Σε απόλυτα μεγέθη, οι δαπάνες για το οικοσύστημα του ΙοΤ αναμένεται να φθάσουν φέτος στα επίπεδα των $742 δισ. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της IDC, η αγορά θα δει διψήφιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 15% από το επόμενο έτος. “Οι παγκόσμιες δαπάνες στο Internet of Things έχουν επηρεαστεί σημαντικά από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας του COVID-19 το 2020”, αναφέρει η IDC στο “Worldwide Internet of Things Spending Guide”. Ωστόσο, η εταιρεία εκτιμά ότι από το 2021 η αγορά θα “τρέχει” με διψήφιο μέσο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 11,3% έως το 2024.
“Παρ’ όλο που η τρέχουσα πανδημία ανάγκασε πολλούς οργανισμούς να σταματήσουν κάποιες καινοτόμες εφαρμογές IoT, το Internet of Things θα αποτελέσει βασικό “επιταχυντή” της επιστροφής στην ανάπτυξη. Συγκεκριμένες περιπτώσεις χρήσης θα αποτελέσουν το ασφαλές στοίχημα πολλών κλάδων, ώστε να επιτύχουν ένα νέο επίπεδο αυτοματισμού, που συνάδει με τις ανάγκες για απομακρυσμένη εμπειρία και υπερ-συνδεσιμότητα”, σημειώνει η IDC.
Πρώτοι σε επενδύσεις
Οι βιομηχανίες, που θα δουν τη βραδύτερη αύξηση των δαπανών στο IoT, είναι αυτές που βιώνουν και τον μεγαλύτερο αντίκτυπο από την οικονομική ύφεση, που προκαλεί η πανδημία του νέου κορωνοϊού. Οι προσωπικές και καταναλωτικές υπηρεσίες, οι οποίες περιλαμβάνουν ξενοδοχεία, θεματικά πάρκα, καζίνο και κινηματογράφους, θα είναι η μόνη βιομηχανία με μείωση των δαπανών IoT φέτος και αυτή οριακή κατά 0,1% σε σχέση με πέρυσι. Οι επόμενες τρεις βιομηχανίες με τη βραδύτερη ανάπτυξη το 2020, θα είναι η μεταποίηση (ανάπτυξη 4,3%), η βιομηχανία ενεργειακών πόρων συμπεριλαμβανομένου του πετρελαίου και του φυσικού αερίου (αύξηση 5%) και οι μεταφορές (αύξηση 5,7%). Ωστόσο, αυτές οι τρεις βιομηχανίες θα καταφέρουν ακόμη να επιτύχουν διψήφιο ρυθμό ανάπτυξης στο τέλος της περιόδου πρόβλεψης, το 2024. Η υγειονομική περίθαλψη, η ασφάλιση και η εκπαίδευση θα αποφέρουν τα ισχυρότερα κέρδη για την αγορά του IoT φέτος με ρυθμούς ανάπτυξης 14,5%, 12,3% και 11,9% αντίστοιχα. Οι καταναλωτικές δαπάνες για λύσεις IoT θα αυξηθούν κατά 13,9% σε ετήσια βάση το 2020.
Περιπτώσεις χρήσης
Δύο περιπτώσεις χρήσης, η παρακολούθηση της εναέριας κυκλοφορίας και η εξερεύνηση συνδεδεμένων πεδίων πετρελαίου, θα παρουσιάσουν μείωση των δαπανών για ΙοΤ το 2020. Επίσης, περιπτώσεις χρήσης, όπως οι κατασκευαστικές εργασίες, ο αυτοματισμός της παραγωγής και η παρακολούθηση φορτίων θα δουν τη βραδύτερη αύξηση των δαπανών το 2020 (5,6%, 5,2% και 4,7% αντίστοιχα). Οι περιπτώσεις χρήσης, που θα σημειώσουν την ταχύτερη αύξηση των δαπανών το 2020, θα είναι η φόρτιση ηλεκτρικών οχημάτων, η τηλεμετρία και η απομακρυσμένη παρακολούθηση της υγείας.
Ανά περιοχή
Η Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Δυτική Ευρώπη θα αντιπροσωπεύουν περίπου τα τρία τέταρτα των συνολικών δαπανών για το IoT καθ’ όλη τη διάρκεια της πρόβλεψης έως το 2024. Αν και οι τρεις περιοχές θα έχουν παρόμοια συνολικά έξοδα αρχικά, οι δαπάνες της Κίνας θα αυξηθούν τελικά με ταχύτερο ρυθμό από τις άλλες δύο περιοχές, 13,4% έως το 2024, σε σύγκριση με 9% και 11,4% σε ΗΠΑ και Δυτική Ευρώπη. Η ταχύτερη αύξηση των δαπανών IoT θα είναι στις περιοχές της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής (19%), της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (17,6%) και της Λατινικής Αμερικής (15,8%).
Πηγή: sepe.gr