Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookie ώστε να μπορούμε να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες cookie αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησης σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η ανάγνωση σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπο μας και η βοήθεια της ομάδας μας να κατανοήσει ποιες ενότητες του ιστοτόπου θεωρείτε πιο ενδιαφέρουσες και χρήσιμες.
Πότε μπορεί να λαμβάνεται υπόψη υλικό από κάμερα για την καταδίκη κατηγορουμένου;
Μία ενδιαφέρουσα απόφαση αναφορικά με την αξιοποίηση υλικού από κάμερα, με βάση το οποίο αναγνωρίστηκε και καταδικάστηκε κατηγορούμενος, εξέδωσε ο Άρειος Πάγος (ΑΠ 254/2021)Ειδικότερα, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, σύμφωνα με τον οποίο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εσφαλμένα και κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 177 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, έλαβε υπόψη του και θεμελίωσε την καταδικαστική σε βάρος του αναιρεσείοντος κρίση σε απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο, κρίθηκε απορριπτέος από το ανώτατο δικαστήριο.
Μία ενδιαφέρουσα απόφαση αναφορικά με την αξιοποίηση υλικού από κάμερα, με βάση το οποίο αναγνωρίστηκε και καταδικάστηκε κατηγορούμενος, εξέδωσε ο Άρειος Πάγος (ΑΠ 254/2021)Ειδικότερα, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, σύμφωνα με τον οποίο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εσφαλμένα και κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 177 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, έλαβε υπόψη του και θεμελίωσε την καταδικαστική σε βάρος του αναιρεσείοντος κρίση σε απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο, κρίθηκε απορριπτέος από το ανώτατο δικαστήριο.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε τον κατηγορούμενο ένοχο για εμπρησμό, από τον οποίο μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα κατ’ εξακολούθηση (δύο μερικότερες πράξεις, εκ των οποίων η µία σε απόπειρα), καθώς και για διακεκριμένη φθορά κατ’ εξακολούθησηΣτην κρίση του αυτή οδηγήθηκε, λαμβάνοντας υπόψη του ψηφιακό δίσκο, που περιέχει βιντεοληπτικό υλικό από κλειστό κύκλωμα καταγραφής σκηνών ιδιωτικού χώρου στάθμευσης αυτοκινήτωνΚατά το σκεπτικό του δικαστηρίου, από το συνδυασμό των διατάξεων του Ν.2472/1997 με τις διατάξεις των άρθρων 177, 217, 251, 358 και 575 του ΚΠοινΔ, είναι δυνατόν να προσαχθούν και να αναγνωσθούν ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου έγγραφα που άπτονται των προσωπικών ή και ευαίσθητων δεδομένων, προκειμένου να αναζητηθεί και ευρεθεί η ουσιαστική αλήθεια της υπόθεσης.Όπως επισημαίνει ο ΑΠ, τα δικαιώματα τόσο της ιδιωτικής ζωής όσο και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων δεν είναι απόλυτα.
Όπως και κάθε άλλο συνταγματικό δικαίωμα, μπορούν να περιορισθούν, αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι δημόσιου συμφέροντος και αν η άσκησή τους προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων, υπό τον όρο βεβαίως πως δεν παραβιάζεται η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότηταςΕιδικά όσον αφορά στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, το δικαστήριο επεσήμανε πως αυτή δεν εξικνείται μέχρι της πλήρους απαγόρευσης της επεξεργασίας τους αλλά στη θέσπιση όρων και προϋποθέσεων, υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η επεξεργασία τους, ούτως ώστε να επιτευχθεί μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προστασίας του δικαιώματος αυτού και της ικανοποίησης και άλλων συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και συνταγματικών αρχών, όπως είναι το δικαίωμα της έννομης προστασίας και οι αρχές της εύρυθμης λειτουργίας του κράτους και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης. Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, ιδίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίουΕν προκειμένω, κρίθηκε νόμιμη η δικονομική αξιοποίηση του επίδικου βιντεοληπτικού υλικού, καθώς και των εξ’ αυτού εξαχθεισών φωτογραφιών, από το κλειστό κύκλωμα καταγραφής ιδιωτικού χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων.
Συγκεκριμένα, κατά την κρίση του ανωτάτου δικαστηρίου, καμία ακυρότητα δεν δημιουργήθηκε από το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε, μαζί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, και το επίδικο βιντεοληπτικό υλικό, εφόσον δεν πρόκειται για αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο προέκυψε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρου 177 παρ. 2 του ΚΠοινΔ ή των συνταγματικών διατάξεων 19 παρ. 3 και 9Α του Συντάγματος ή της διάταξης του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, όπως αβασίμως ισχυρίστηκε ο αναιρεσείων. Επομένως, ο τελευταίος δεν στερήθηκε οιουδήποτε υπερασπιστικού του δικαιώματοςΤο δικαστήριο έκρινε πως το παραβιασθέν συνταγματικό δικαίωμα του αναιρεσείοντος στα προσωπικά του δεδομένα δεν άπτεται αμέσως του σκληρού πυρήνα της προσωπικής του σφαίρας, που θα απαιτούσε τη συναίνεση αυτού, αφού η συμπεριφορά που καταγράφηκε και περιέχεται στο ένδικο βιντεοληπτικό υλικό, ουδεμία σχέση έχει με ιδιωτική του πράξη, ούτε έχει καμιά σχέση με την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Και τούτο, διότι οι κάμερες κλειστού κυκλώματος κατέγραψαν τις κινήσεις του σε δημόσιο χώρο και όχι στην οικία του ή σε ιδιωτικό προσωπικό του χώροΠεραιτέρω, το δικαστήριο έκρινε πως η αξιοποίηση του εν λόγω αποδεικτικού υλικού επιβάλλεται και από την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Τα πληγέντα από τις υπό κρίση πράξεις του δράστη αγαθά κρίθηκαν σαφώς υπέρτερα εκείνου της προστασίας των προσωπικών του δεδομένων, λαμβάνοντας υπόψη πως, σε αντίθετη περίπτωση, η εν λόγω απαγόρευση θα οδηγούσε σε κατάργηση του δικαιώματος σε δικαστική ακρόαση και προστασία, κατ’ άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, αφού ο μηνυτής δεν θα μπορούσε να γίνει χρήση του μοναδικού αποδεικτικού μέσου, στο οποίο βασίστηκε η καταγγελία του. Το γεγονός αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να πληγεί ακόμη και η ανθρώπινη αξία του απροστάτευτου εν λόγω θύματος των επίδικων αξιοποίνων πράξεων.
Απόσπασμα απόφασης
Σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στη μείζονα πρόταση και ενόψει των αναφερομένων αναλυτικά στις παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στην προκείμενη περίπτωση είναι νόμιμη η δικονομική αξιοποίηση του συγκεκριμένου βιντεοληπτκού υλικού, καθώς και των εξ’ αυτού εξαχθεισών φωτογραφιών, από το κλειστό κύκλωμα καταγραφής ιδιωτικού χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων, το οποίο, κατά την αυτεπάγγελτη, κατ’ άρθρο 243 παρ. 2 του προϊσχύσαντος ΚΠοινΔ., διενεργούμενη προανάκριση, κατασχέθηκε, λόγω της σοβαρότητας των τελεσθέvτων αδικημάτων και ως το μοναδικό αποδεικτικό μέσο, από το οποίο δύναται να προκύψει ο δράστης των υπό κρίση άδικων πράξεωνΠρωτίστως διότι στην εν λόγω περίπτωση το παραβιασθέν συνταγματικό δικαίωμα του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος στα προσωπικά του δεδομένα (άρθρ. 9 Α του Συντάγματος) δεν άπτεται αμέσως του σκληρού πυρήνα της προσωπικής του σφαίρας, που θα απαιτούσε τη συναίνεση αυτού, αφού η συμπεριφορά, που καταγράφηκε και περιέχεται στο ένδικο βιντεοληπτικό υλικό, ουδεμία σχέση έχει με ιδιωτική του πράξη, ούτε έχει καμιά σχέση με την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, δεδομένου ότι, οι κάμερες κλειστού κυκλώματος κατέγραψαν τις κινήσεις του σε δημόσιο χώρο και όχι στην οικία του ή σε ιδιωτικό προσωπικό του χώρο, ενώ. επιβάλλεται και από την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, εν όψει του ότι τα πληγέντα από τις υπό κρίση πράξεις του δράστη αγαθά κρίνονται σαφώς υπέρτερα εκείνου της προστασίας των προσωπικών του δεδομένωνΣε αντίθετη περίπτωση. η εν λόγω απαγόρευση θα οδηγούσε σε κατάργηση του δικαιώματος του πολίτη. εν προκειμένω της παθούσας Α. Δ., σε δικαστική ακρόαση και προστασία (άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος), αφού δεν θα μπορούσε να γίνει χρήση του μοναδικού αποδεικτικού μέσου, στο οποίο βασίζεται η καταγγελία της, με αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμη και η ανθρώπινη αξία του απροστάτευτου εν λόγω θύματος των άνω αξιοποίνων πράξεων, ήτοι υπέρτερων εννόμων αγαθών, που τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας Κατ’ ακολουθίαν όλων των προαναφερομένων, καμία ακυρότητα δεν δημιουργήθηκε από το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε, μαζί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, και το ανωτέρω βιντεοληπτικό υλικό, εφόσον, όπως εκτενώς αναπτύχθηκε παραπάνω, δεν πρόκειται για αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο προέκυψε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρου 177 παρ. 2 του ΚΠοινΔ. ή των συνταγματικών διατάξεων 19 παρ. 3 και 9Α του Συντάγματος ή της διάταξης του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος – νυν αναιρεσείων. Επομένως, ο τελευταίος δεν στερήθηκε οιουδήποτε υπερασπιστικού του δικαιώματος, παρεχόμενου ρητά από το νόμο και συνακόλουθα ο μοναδικός από το άρθρο και 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠοινΔ., λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως αυτού, για απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, είναι αβάσιμος